Valo στα ελληνικά
Μετάφραση: valo, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωτερός, φωτίζω, ξανθός, ανάβω, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
Μεταφράσεις
- esitellä στα ελληνικά - έκθεμα, εκθέτω, συστήνω, εμφαίνω, παράσταση, δείχνω, πληροφορώ, ...
- halla στα ελληνικά - παχνιάζομαι, κρουσταλλιάζω, παγώνω, βλάβη, βλάπτω, ζημιά, παγετός, ...
- kattohaikara στα ελληνικά - πελαργός, Stork, πελαργού, πελαργό, πελαργών
- kookas στα ελληνικά - ψηλός, χονδροειδής, αγροίκος, γερός, μεγάλος, ρωμαλέος, ανθεκτικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Valo στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωτερός, φωτίζω, ξανθός, ανάβω, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
Μεταφράσεις: φωτερός, φωτίζω, ξανθός, ανάβω, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση