Λέξη: ειδικός

Σχετικές λέξεις: ειδικός

ειδικός λογαριασμός πανεπιστημίου κρήτης, ειδικός εκλογικός αριθμός, ειδικός φόρος ακινήτων (ε.φ.α.) νομικών προσώπων, ειδικός φόρος ακινήτων 2014, ειδικός εκλογικός αριθμός (e.e.a.), ειδικός φρουρός, ειδικός λογαριασμός κονδυλίων έρευνας, ειδικός διάδοχος, ειδικός κωδικός εγγραφής stoiximan, ειδικός φόρος κατανάλωσης, ειδικός λογαριασμός

Συνώνυμα: ειδικός

εμπειρογνώμων, έκτακτος, συγκεκριμένος, εξαιρετικός, ξεχωριστός, ιδιαίτερος

Μεταφράσεις: ειδικός

ειδικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
expert, specialist, special, specific, skilled

ειδικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hábil, diestro, pericial, experto, conocedor, perito, expertos, de expertos, experto en, experta

ειδικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sachverständige, sachverständiger, erfahren, koryphäe, geschickt, experte, Experte, Experten, Fachmann

ειδικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
connaisseur, technicienne, expert, émérite, d'expert, expérimenté, spécialiste, entendu, versé, adroit, professionnel, experts, d'experts, expertise

ειδικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abile, sperimentato, specialista, esperto, esperti, di esperti, esperto di, esperta

ειδικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jeitoso, ágil, experimentar, hábil, perito, experiência, esperto, especialista, peritos, especialista em, de peritos

ειδικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deskundige, bedreven, handig, deskundig, expert, vaardig, behendig, vakman, bekwaam, deskundigen, van deskundigen

ειδικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
практик, знаток, опытный, искусный, эксперт, дока, наторелый, референт, виртуоз, ценитель, искусник, юрисконсульт, экспертный, сведущий, мастак, специалист, экспертом, эксперта, экспертная

ειδικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kyndig, sakkyndig, erfaren, ekspert, eksperten

ειδικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
specialist, expert, experten, sakkunnig, experter

ειδικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taitava, kokenut, kokeneet, näppärä, erikoistuntija, asiantuntija, haka, asiantuntijan, asiantuntijoiden, asiantuntijana

ειδικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fagmand, sagkyndig, ekspert, dygtig, sagkyndige, eksperten

ειδικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zběhlý, zkušený, zručný, znalecký, odborný, znalec, expert, odborník, odborníkem, expertní

ειδικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
znawca, umiejętny, biegły, ekspert, specjalista, wprawny, fachowiec, rzeczoznawca, ekspertowy, doświadczony, ekspertem, ekspertów

ειδικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
járatos, szakértő, szakértői, szakértője, szakértőjétől, szakember

ειδικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
becerikli, uzman, uzmanı, uzmanlık, bilirkişi

ειδικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спеціаліст, експертний, фахівець, експерт

ειδικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjeshtër, ekspert, eksperti, ekspert i, ekspertëve, eksperte

ειδικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
експерт, експертна, експертно, експертни, експертен

ειδικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эксперт, экспэрт

ειδικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asjatundlik, asjatundja, ekspert, eksperdi, ekspertide, ekspertiisi

ειδικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stručno, stručnjak, poznavalac, vješt, iskusan, stručni, vještak, stručnjak za, stručna

ειδικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sérfræðingur, sérfræðinga, Sérfræðingurinn, Expert, sérfræðingi

ειδικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
peritus

ειδικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nagingas, ekspertas, žinovas, ekspertų, eksperto, specialistas, ekspertai

ειδικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izveicīgs, lietpratīgs, lietpratējs, speciālists, eksperts, prasmīgs, ekspertu, eksperta, ekspertam, eksperte

ειδικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
експерт, експертот, стручни, стручна, експерт за

ειδικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
expert, experți, de experți, experților, expertul

ειδικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
geniální, znalec, specialista, odborník, strokovnjak, izvedenec, strokovna, strokovno, strokovnjak za

ειδικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odborný, znalec, odborník, expert

Στατιστικά δημοτικότητας: ειδικός

Τυχαίες λέξεις