Vanhurskauttaa στα ελληνικά

Μετάφραση: vanhurskauttaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιολογώ, δικαιώνω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Vanhurskauttaa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • henkilöitymä στα ελληνικά - ενσάρκωση, προσωποποίηση, προσωποποίησης, προσωποποιημένη, η προσωποποίηση, προσωποποιήσεις
  • juusto στα ελληνικά - τυρί, τυριού, τυριών, τυριά, το τυρί
  • kiltti στα ελληνικά - καλός, είδος, ωραίος, ευγενικός, είδους, το είδος, του είδους, ...
  • kumulatiivinen στα ελληνικά - σωρευτικός, αθροιστικός, σωρευτικές, αθροιστική, σωρευτική, σωρευτικό
Τυχαίες λέξεις
Vanhurskauttaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιολογώ, δικαιώνω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν