Λέξη: επικαλύπτω
Σχετικές λέξεις: επικαλύπτω
αποκαλύπτω συνώνυμο, επικαλύπτω σημασια, αποκαλύπτω συνώνυμα
Συνώνυμα: επικαλύπτω
αλείφω, επιχρίω, επιστρώνω, εφαπλώνω, εφαπλώνομαι
Μεταφράσεις: επικαλύπτω
επικαλύπτω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
overlap, overspread, overlay, coat
επικαλύπτω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
overspread, extendido sobre, extendernos
επικαλύπτω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überschneidung, überlappung, überzog, over, overspread, überziehen, überflog
επικαλύπτω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
recouvrir, chevauchement, répandue sur
επικαλύπτω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diffondersi su, overspread, si diffuse, ricoprirono, tutto tinto
επικαλύπτω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sobrepor, surpreender, espalhar, overspread, estendem sobre
επικαλύπτω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verspreiden boven, overspoeld, verspreidde, overdekten, verspreidde zich
επικαλύπτω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перекрывать, простирать, покрыла, покрывать
επικαλύπτω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overspread
επικαλύπτω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
overspread
επικαλύπτω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
limitys, limittää, taite, levisi, levinneet, levittäytyneet
επικαλύπτω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bredte
επικαλύπτω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přesahovat, překrýt, překrývat, rozšířit se, overspread, rozprostřít
επικαλύπτω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zachodzić, nakładać, pokrywać, zakryć, opanowały, zakrywał, rozprzestrzeniła się, pokryły
επικαλύπτω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
befed, népesedék
επικαλύπτω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yayılmak, yayılmıştır, kaplamak, üzerine geçirmek
επικαλύπτω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перекривати, простирати, випрати, простягати, поширювати, простягну
επικαλύπτω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbuloj, lyej, përhapem
επικαλύπτω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разхвърлям, разпространявам, покривам, разпростирам по, изписа
επικαλύπτω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
працягну, распасціраць, распасцёртыя
επικαλύπτω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülekattumine, levis, levis üle
επικαλύπτω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nalijegati, preklapanje, obliti, razgranao, prevlačiti, prevući, oblijevati
επικαλύπτω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
overspread
επικαλύπτω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išplito, paskleisti, išplitę, paplito, Padengti
επικαλύπτω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apklāt, pārklāt
επικαλύπτω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
overspread
επικαλύπτω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
risipi peste, răspândit, raspandi peste, întindă pe, se întindă
επικαλύπτω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prepredeni
επικαλύπτω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozšíriť, rozšírenie, rozšírenia