Tömören görögul
Fordítás: tömören, Szótár: magyar » görög
Forrásnyelv:
magyar
Célnyelv:
görög
Fordítások:
κοντολογίς, σύντομα, συντομία, εν συντομία, συνοπτικά, λίγο
Kapcsolódó szavak
Más nyelvek
Kapcsolódó szavak: tömören
tömören megismétlő, antigoné tömören, aranyember tömören, odüsszeia tömören, honfoglalás tömören, tömören szótár görög, tömören görögul
Fordítások
- tömítés görögul - καλαφατίζω, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
- tömör görögul - στερεός, συμπαγής, στέρεο, στερεό, στερεά
- tömörség görögul - πυκνότητα, πυκνότητας, πυκνότητος, την πυκνότητα, η πυκνότητα
- tömörített görögul - αναστατώνω, ταραγμένος, συμπιεσμένο, συμπαγή, συμπιέζεται, συμπιεσμένα, συμπιεσμένη
Véletlenszerű szavak
Tömören görögul - Szótár: magyar » görög
Fordítások: κοντολογίς, σύντομα, συντομία, εν συντομία, συνοπτικά, λίγο
Fordítások: κοντολογίς, σύντομα, συντομία, εν συντομία, συνοπτικά, λίγο