Bölva á grísku
Þýðing: bölva, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ορκίζομαι, καταριέμαι, κατάρα, πληγή, κατάρας, την κατάρα, μάστιγα
Önnur tungumál
Skyld orð: bölva
bölva í sand og ösku, bölva tungumála orðabók gríska, bölva á grísku
Þýðingar
- böggull á grísku - δέμα, το πακέτο, η συσκευασία, η δέσμη, η δέσμη μέτρων, του πακέτου
- böl á grísku - συμφορά, θλίψη, δυστυχία, απελπισία, αγωνία, δυσφορίας
- bú á grísku - περιουσία, σπίτι, οικιακός, οικογένεια, σπιτικό, κτήμα, ακινήτων, ...
- búa á grísku - κατασκευάζω, μένω, κάνω, ζωντανός, εξαναγκάζω, αγρόκτημα, φτιάχνω, ...
Orð af handahófi
Bölva á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ορκίζομαι, καταριέμαι, κατάρα, πληγή, κατάρας, την κατάρα, μάστιγα
Þýðingar: ορκίζομαι, καταριέμαι, κατάρα, πληγή, κατάρας, την κατάρα, μάστιγα