Fé á grísku
Þýðing: fé, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
λεφτά, περιουσία, σπίτι, πρόβατο, κτήμα, πρόβατα, ακίνητο, χρήματα, χρήμα, χρημάτων, τα χρήματα, χρήματος
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: fé
fé án hirðis, fé í húfi, fé em deus que ele é justo, fé lags ís lenskra at vinnuflug manna, fé em deus, fé tungumála orðabók gríska, fé á grísku
Þýðingar
- fæða á grísku - γεννώ, υποφέρω, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
- fæði á grísku - επιβιβάζομαι, σανίδα, φαγητό, τροφή, διατροφή, δίαιτα, διατροφής, ...
- féhirðir á grísku - ταμίας, Ταμία, Treasurer, τον ταμία, ο ταμίας
- félag á grísku - εταιρία, συνεργασία, κοινωνία, ομήγυρη, παρέα, θίασος, εταιρεία, ...
Orð af handahófi
Fé á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: λεφτά, περιουσία, σπίτι, πρόβατο, κτήμα, πρόβατα, ακίνητο, χρήματα, χρήμα, χρημάτων, τα χρήματα, χρήματος
Þýðingar: λεφτά, περιουσία, σπίτι, πρόβατο, κτήμα, πρόβατα, ακίνητο, χρήματα, χρήμα, χρημάτων, τα χρήματα, χρήματος