Fúna á grísku
Þýðing: fúna, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
σαπίζω, φθορά, παρακμάζω, παρακμή, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Önnur tungumál
Skyld orð: fúna
fúna tungumála orðabók gríska, fúna á grísku
Þýðingar
- fúinn á grísku - σαπισμένος, σαπρός, χάλια, σαθρός
- fúll á grísku - ανέντιμος, βρόμικος, απαίσιος, νευριάσει, ανάποδες, τσαντισμένος, τσαντίστηκε, ...
- fús á grísku - πρόθυμος, ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο
- fýsilegur á grísku - επιθυμητός, ελκυστικός, Ελκυστική, Ελκυστικές, Ελκυστικό, ελκυστικά
Orð af handahófi
Fúna á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: σαπίζω, φθορά, παρακμάζω, παρακμή, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Þýðingar: σαπίζω, φθορά, παρακμάζω, παρακμή, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν