Friðsamur á grísku
Þýðing: friðsamur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ειρηνικά, ειρηνική, ειρηνικό, ειρηνικής, με ειρηνικό
Önnur tungumál
Skyld orð: friðsamur
friðsamur tungumála orðabók gríska, friðsamur á grísku
Þýðingar
- frestur á grísku - διάλλειμα, καθυστέρηση, ανάπαυλα, διορία, προθεσμία, προθεσμίας, προθεσμίας που, ...
- friða á grísku - διατήρηση, τη διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρήσουν, διατηρούν
- friður á grísku - ειρήνη, ησυχασμός, ειρήνης, την ειρήνη, της ειρήνης, ειρηνευτική
- frjáls á grísku - αυτεξούσιος, ανεξάρτητος, δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Orð af handahófi
Friðsamur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ειρηνικά, ειρηνική, ειρηνικό, ειρηνικής, με ειρηνικό
Þýðingar: ειρηνικά, ειρηνική, ειρηνικό, ειρηνικής, με ειρηνικό