Tilviljun á grísku
Þýðing: tilviljun, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
συγκυρία, ευκαιρία, τύχη, πιθανότητα, σύμπτωση, τυχαίο, σύμπτωσης, σύμπτωση το γεγονός, τυχαίο το γεγονός
Önnur tungumál
Skyld orð: tilviljun
tilviljun á ensku, tilviljun vom lipperthof, tilviljun frá skeggjastöðum, tilviljun vom wiesenhof, tilviljun hljómsveit, tilviljun tungumála orðabók gríska, tilviljun á grísku
Þýðingar
- tillit á grísku - θεωρώ, λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
- tilraun á grísku - προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμάζω, προσπαθώ, εκδικάζω, πείραμα, πειράματος, ...
- tilvitna á grísku - παραθέτω, καθορίζω, μνημονεύω, αναφορές, παραπομπές, οι αναφορές, αναφοράς, ...
- tilvitnun á grísku - χωρίο, παράθεση, παραπομπή, παραπομπή που, αιτιολογική αναφορά, αναφορά, μνεία
Orð af handahófi
Tilviljun á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: συγκυρία, ευκαιρία, τύχη, πιθανότητα, σύμπτωση, τυχαίο, σύμπτωσης, σύμπτωση το γεγονός, τυχαίο το γεγονός
Þýðingar: συγκυρία, ευκαιρία, τύχη, πιθανότητα, σύμπτωση, τυχαίο, σύμπτωσης, σύμπτωση το γεγονός, τυχαίο το γεγονός