Powodować po grecku
Tłumaczenie: powodować, Słownik: polski » grecki
Język źródłowy:
polski
Język docelowy:
grecki
Tłumaczenia:
σκοπός, προσκαλώ, επίπτωση, αποτέλεσμα, γεννώ, γεννοβολώ, έκβαση, ξεσηκώνω, αιτία, διεγείρω, προσκομίζω, προκαλώ, προξενώ, παράγω, συνεπάγομαι, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
- Jak powiedzieć powodować po grecku?
- Tłumaczenia powodować w języku greckim!
- Jak przetłumaczyć powodować na język grecki?
- Translacja słówka powodować po grecku
Powiązane słowa
Pozostałe języki
Powiązane słowa / Znaczenie: powodować
powodować antonimy, powodować english, powodować gramatyka, powodować inaczej, powodować kimś, powodować słownik językowy grecki, powodować po grecku
Tłumaczenia
- powloką po grecku - στρώση, κέλυφος, κοχύλι, κελύφους, περίβλημα, shell
- powodowanie po grecku - προξενώ, προκαλώ, αιτία, σκοπός, προκαλώντας, προκαλεί, προκαλούν, ...
- powodzenie po grecku - δημοτικότητα, ευτυχία, ευημερία, τύχη, πρόνοια, επιτυχία, επιτυχίας, ...
- powodzić po grecku - ηγούμαι, λουρί, μόλυβδος, ευημερούν, ευημερήσουν, ευημερήσει, ευημερεί, ...
Losowe słowa
Powodować po grecku - Słownik: polski » grecki
Tłumaczenia: σκοπός, προσκαλώ, επίπτωση, αποτέλεσμα, γεννώ, γεννοβολώ, έκβαση, ξεσηκώνω, αιτία, διεγείρω, προσκομίζω, προκαλώ, προξενώ, παράγω, συνεπάγομαι, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Tłumaczenia: σκοπός, προσκαλώ, επίπτωση, αποτέλεσμα, γεννώ, γεννοβολώ, έκβαση, ξεσηκώνω, αιτία, διεγείρω, προσκομίζω, προκαλώ, προξενώ, παράγω, συνεπάγομαι, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος