Wstrzymać po grecku
Tłumaczenie: wstrzymać, Słownik: polski » grecki
Język źródłowy:
polski
Język docelowy:
grecki
Tłumaczenia:
βοηθός, διακόπτω, αρωγή, επωδός, παύση, καταστέλλω, καταπνίγω, διακοπή, τσίμπλα, αποκρύπτω, βοήθεια, διατηρώ, σταματώ, επικουρία, ύπνος, συλλαμβάνω, παρακρατήσει, να παρακρατήσει, παρακρατούν, παρακρατεί, αρνηθεί
- Jak powiedzieć wstrzymać po grecku?
- Tłumaczenia wstrzymać w języku greckim!
- Jak przetłumaczyć wstrzymać na język grecki?
- Translacja słówka wstrzymać po grecku
Powiązane słowa
Pozostałe języki
Powiązane słowa / Znaczenie: wstrzymać
wstrzymać antonimy, wstrzymać english, wstrzymać gramatyka, wstrzymać krzyżówka, wstrzymać oddech po angielsku, wstrzymać słownik językowy grecki, wstrzymać po grecku
Tłumaczenia
- wstrzyknięcie po grecku - ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
- wstrzymanie po grecku - διακόπτω, σταματώ, διακοπή, παρακράτηση, παύση, ανάρτηση, εναιώρημα, ...
- wstrzymywanie po grecku - διακόπτω, διακοπή, παύση, σταματώ, παύσης, μικρή διακοπή, την παύση
- wstrzymywać po grecku - καθυστερώ, αναστέλλω, ανακόπτω, μένω, αναχαιτίζω, έλεγχος, καθυστέρηση, ...
Losowe słowa
Wstrzymać po grecku - Słownik: polski » grecki
Tłumaczenia: βοηθός, διακόπτω, αρωγή, επωδός, παύση, καταστέλλω, καταπνίγω, διακοπή, τσίμπλα, αποκρύπτω, βοήθεια, διατηρώ, σταματώ, επικουρία, ύπνος, συλλαμβάνω, παρακρατήσει, να παρακρατήσει, παρακρατούν, παρακρατεί, αρνηθεί
Tłumaczenia: βοηθός, διακόπτω, αρωγή, επωδός, παύση, καταστέλλω, καταπνίγω, διακοπή, τσίμπλα, αποκρύπτω, βοήθεια, διατηρώ, σταματώ, επικουρία, ύπνος, συλλαμβάνω, παρακρατήσει, να παρακρατήσει, παρακρατούν, παρακρατεί, αρνηθεί