Medir em grego
Tradução: medir, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
μετρώ, καταμέτρηση, μέτρηση, υπολογίζω, λογαριάζω, κριτής, ζυγίζω, δικάζω, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: medir
medir velocidade da internet gratis, medir imc, medir velocidade net, medir distancias, medir tensão arterial, medir dicionário de língua grego, medir em grego
Traduções
- medido em grego - μετράται, μετρούμενη, μετρηθεί, μετρώνται, μετριέται
- medidor em grego - μέθοδος, μετρικός, μετρητής, μέτρο, μετρητή, μέτρων, μέτρου
- mediterrâneo em grego - Μεσόγειος, Μεσογείου, Μεσόγειο, της Μεσογείου, μεσογειακή
- medição em grego - μέτρηση, βήμα, καταμέτρηση, διάβημα, βηματίζω, μετρώ, μέτρο, ...
Palavras aleatórias
Medir em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: μετρώ, καταμέτρηση, μέτρηση, υπολογίζω, λογαριάζω, κριτής, ζυγίζω, δικάζω, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Traduções: μετρώ, καταμέτρηση, μέτρηση, υπολογίζω, λογαριάζω, κριτής, ζυγίζω, δικάζω, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν