Владеть на греческом языке
Перевод: владеть, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αντεπεξέρχομαι, κανόνας, έχω, ιθύνω, κυβερνώ, της], διέπω, διευθύνω, κρατώ, βασιλεύω, καταφέρνω, αποφασίζω, αμπάρι, κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: владеть
владеть собой, владеть этимология, владеть викисловарь, владеть языком перевод, владеть собой фразеологизм, владеть словарь иностранных слов греческий, владеть на греческом языке
Переводы
- владение на греческом языке - τιμαλφή, αμπάρι, κατοχή, προσταγή, διατάζω, αρμοδιότητα, περιουσία, ...
- владетель на греческом языке - κτήτορας, χάρακας, ρίγα, κάτοχος, ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτη, κατόχου, ...
- владыка на греческом языке - ηγεμόνας, χάρακας, ρίγα, αυτεξούσιος, κυρίαρχος, λόρδος, αφέντης, ...
- владычество на греческом языке - κυριαρχία, αποφασίζω, βασιλεία, λικνίζομαι, ταλαντεύομαι, ιθύνω, βασιλεύω, ...
Случайные слова
Владеть на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αντεπεξέρχομαι, κανόνας, έχω, ιθύνω, κυβερνώ, της], διέπω, διευθύνω, κρατώ, βασιλεύω, καταφέρνω, αποφασίζω, αμπάρι, κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Переводы: αντεπεξέρχομαι, κανόνας, έχω, ιθύνω, κυβερνώ, της], διέπω, διευθύνω, κρατώ, βασιλεύω, καταφέρνω, αποφασίζω, αμπάρι, κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική