Закалять на греческом языке
Перевод: закалять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ατσαλένιος, μετριάζω, περίοδος, οργή, χάλυβας, ατσάλι, διάθεση, νοστιμίζω, σκληραίνω, περίοδο, ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: закалять
закалять характер, закалять ребенка до года, закалять детей, закаляться проверочное слово, закалять или закаливать, закалять словарь иностранных слов греческий, закалять на греческом языке
Переводы
- закалка на греческом языке - προπονούμενος, προπόνηση, εκπαίδευση, σκλήρυνση, σκλήρυνσης, τη σκλήρυνση, σκληρύνσεως, ...
- закалывать на греческом языке - σφαγή, μαχαιρώνω, πελεκώ, σφαγής, τη σφαγή, θανάτωση
- закамуфлировать на греческом языке - συγκάλυψη, καμουφλάζ, παραλλαγής, κάλυψης, παραλλαγή
- заканчивать на греческом языке - θρέφω, ανατέλλω, ολόκληρος, τερματισμός, αυξάνομαι, τέλος, πνιγηρός, ...
Случайные слова
Закалять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ατσαλένιος, μετριάζω, περίοδος, οργή, χάλυβας, ατσάλι, διάθεση, νοστιμίζω, σκληραίνω, περίοδο, ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία
Переводы: ατσαλένιος, μετριάζω, περίοδος, οργή, χάλυβας, ατσάλι, διάθεση, νοστιμίζω, σκληραίνω, περίοδο, ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία