Лишать на греческом языке
Перевод: лишать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αλλοτριώνω, αποκρούω, απογυμνώνω, αποταμιεύω, απογοητεύω, εκτός, διασώζω, απαλλάσσω, περικόπτω, κονταίνω, χάνω, αποστερώ, ληστεύω, ξεγυμνώνω, ανάπηρος, συντομεύω, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: лишать
лишать или лишать, лишать викисловарь, лишать на украинском, лишать синоним, лишать гражданства, лишать словарь иностранных слов греческий, лишать на греческом языке
Переводы
- лишай на греческом языке - λειχήνες, λειχήνα, λειχήνων, λειχήνας, lichen
- лишайник на греческом языке - λειχήνες, βρύο, λειχήνα, λειχήνων, λειχήνας, lichen
- лишаться на греческом языке - χάνω, χάνουν, χάσετε, χάσουν, να χάσουν, χάσει
- лишек на греческом языке - περίσσευμα, πλεόνασμα, lishek
Случайные слова
Лишать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αλλοτριώνω, αποκρούω, απογυμνώνω, αποταμιεύω, απογοητεύω, εκτός, διασώζω, απαλλάσσω, περικόπτω, κονταίνω, χάνω, αποστερώ, ληστεύω, ξεγυμνώνω, ανάπηρος, συντομεύω, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από
Переводы: αλλοτριώνω, αποκρούω, απογυμνώνω, αποταμιεύω, απογοητεύω, εκτός, διασώζω, απαλλάσσω, περικόπτω, κονταίνω, χάνω, αποστερώ, ληστεύω, ξεγυμνώνω, ανάπηρος, συντομεύω, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από