Обособить на греческом языке
Перевод: обособить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ιδιαίτερος, χωρίζω, χωριστός, ξεχωριστός, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: обособить
обособить синоним, обособить это значит, обособить определение, обособить причастный оборот, обособиться значение, обособить словарь иностранных слов греческий, обособить на греческом языке
Переводы
- обосновывать на греческом языке - βρήκα, κυρώνω, γη, τεκμηριώνω, έδαφος, ιδρύω, προσαράσσω, ...
- обосновываться на греческом языке - τεκμηριώνω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
- обособиться на греческом языке - ιδιαίτερος, χωρίζω, ξεχωριστός, χωριστός, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώσουμε, ...
- обособление на греческом языке - διαχωρισμός, αποσκίρτηση, χωρισμός, διακοπή, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, ...
Случайные слова
Обособить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ιδιαίτερος, χωρίζω, χωριστός, ξεχωριστός, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει
Переводы: ιδιαίτερος, χωρίζω, χωριστός, ξεχωριστός, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει