Порицать на греческом языке
Перевод: порицать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
καταδικάζω, ψέγω, επικρίνω, εγκαλώ, αποπαίρνω, επιτιμώ, επίπληξη, κατηγορώ, μέμφομαι, ελεεινολογώ, μέμψη, αποδοκιμάζω, κατακρίνω, μομφή, μομφής, δυσπιστίας, πρόταση μομφής, λογοκρισία
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: порицать
порицать значение, порицать порицаемое, порицать предложение, порицать за что, порицать синоним, порицать словарь иностранных слов греческий, порицать на греческом языке
Переводы
- пористый на греческом языке - σπογγώδης, πορώδης, πορώδες, πορώδη, πορώδους, πορώδεις
- порицание на греческом языке - παρατήρηση, μαντοσύνη, επίπληξη, μέμψη, ψέγω, μομφή, κατακρίνω, ...
- порка на греческом языке - παλλόμενος, μαστίγωμα, μαστίγωση, το μαστίγωμα, μαστιγώματος, η μαστίγωση
- порнографический на греческом языке - πορνογραφία, πορνογραφικό, πορνογραφικού, πορνογραφικές, πορνογραφικών, πορνογραφική
Случайные слова
Порицать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: καταδικάζω, ψέγω, επικρίνω, εγκαλώ, αποπαίρνω, επιτιμώ, επίπληξη, κατηγορώ, μέμφομαι, ελεεινολογώ, μέμψη, αποδοκιμάζω, κατακρίνω, μομφή, μομφής, δυσπιστίας, πρόταση μομφής, λογοκρισία
Переводы: καταδικάζω, ψέγω, επικρίνω, εγκαλώ, αποπαίρνω, επιτιμώ, επίπληξη, κατηγορώ, μέμφομαι, ελεεινολογώ, μέμψη, αποδοκιμάζω, κατακρίνω, μομφή, μομφής, δυσπιστίας, πρόταση μομφής, λογοκρισία