Pushim në greqisht
Përkthim: pushim, Fjalor: shqip » greqisht
Gjuha burim:
shqip
Gjuha e synuar:
greqisht
Përkthime:
διακοπή, διάλλειμα, διακοπές, παύση, διακόπτω, σπάζω, σταματώ, αντεπίθεση, διάλειμμα, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Fjalë të ngjashme
Gjuhë të tjera
Fjalë të ngjashme: pushim
pushim pa pagese, pushime ne shqiperi, pushim ganja style, pushim youtube, pushim mjekesor, pushim fjalor gjuhësor greqisht, pushim në greqisht
Përkthime
- punëtor në greqisht - εργάτης, εργαζόμενος, εργαζομένου, εργαζόμενο, εργαζομένων
- purpurt në greqisht - μωβ, πορφυρό, μοβ, πορφυρή, πορφυρού
- pushkë në greqisht - όπλο, πιστόλι, τουφέκι, καραμπίνα, τυφέκιο, το όπλο, όπλου
- pushoj në greqisht - υπόλοιπος, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, στοιβάζω, επισωρεύω, Stow, στοιβασία, ...
Fjalë të rastësishme
Pushim në greqisht - Fjalor: shqip » greqisht
Përkthime: διακοπή, διάλλειμα, διακοπές, παύση, διακόπτω, σπάζω, σταματώ, αντεπίθεση, διάλειμμα, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Përkthime: διακοπή, διάλλειμα, διακοπές, παύση, διακόπτω, σπάζω, σταματώ, αντεπίθεση, διάλειμμα, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο