Équipé en grec

Traduction: équipé, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
παρέα, πακέτο, τοποθετώ, καθορισμένος, ομάδα, τράπουλα, κατακλύζω, σπείρα, ταξιαρχία, συμβαλλόμενος, συμμορία, συσκευάζω, εξοπλισμός, ομάδας, την ομάδα, της ομάδας, η ομάδα
Équipé en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): équipé

définition équipe, equipe de france, france football, l équipe, la fine équipe, équipé dictionnaire de langue grec, équipé en grec

Traductions

  • équipant en grec - εξοπλισμό, εξοπλίζοντας, τον εξοπλισμό, εξοπλισμού, εξοπλισμό των
  • équipement en grec - συνεργός, αντιμετωπίζω, επίπλωση, ευκολία, συνάντηση, ομήγυρη, εγκατάσταση, ...
  • équipements en grec - εξοπλισμός, ανέσεις, παροχές, ευκολίες, ανέσεων, τις ανέσεις
Mots aléatoires
Équipé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: παρέα, πακέτο, τοποθετώ, καθορισμένος, ομάδα, τράπουλα, κατακλύζω, σπείρα, ταξιαρχία, συμβαλλόμενος, συμμορία, συσκευάζω, εξοπλισμός, ομάδας, την ομάδα, της ομάδας, η ομάδα