Souffle en grec
Traduction: souffle, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τολύπη, αεράκι, ατμόσφαιρα, αύρα, ανάσα, αναπνοή, αιολική, κουρδίζω, άνεμος, έκρηξη, αερισμός, φυσώ, χτύπημα, αέρας, αναπνοής, την αναπνοή, πνοή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): souffle
a bout souffle, bout de souffle, le second souffle, le souffle, le vent souffle, souffle dictionnaire de langue grec, souffle en grec
Traductions
- soufflai en grec - ψιθύρισε, ψιθύρισα, ψιθύρισε ο, ψιθύριζε
- soufflant en grec - ανατίναξη, φυσώντας, φυσά, φυσάει, πνέει
- soufflent en grec - φυσώ, χτύπημα, πλήγμα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
- souffler en grec - ψιθυρισμός, χτύπημα, τολύπη, ψιθυρίζω, γρήγορος, φυσώ, υποκινώ, ...
Mots aléatoires
Souffle en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τολύπη, αεράκι, ατμόσφαιρα, αύρα, ανάσα, αναπνοή, αιολική, κουρδίζω, άνεμος, έκρηξη, αερισμός, φυσώ, χτύπημα, αέρας, αναπνοής, την αναπνοή, πνοή
Traductions: τολύπη, αεράκι, ατμόσφαιρα, αύρα, ανάσα, αναπνοή, αιολική, κουρδίζω, άνεμος, έκρηξη, αερισμός, φυσώ, χτύπημα, αέρας, αναπνοής, την αναπνοή, πνοή