Accredit στα ελληνικά

Μετάφραση: accredit, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ
Accredit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accoutrement στα ελληνικά - εξοπλισμό του, εξοπλισμένη από
  • accra στα ελληνικά - Άκρα, Άκκρα, Accra, της Άκκρα, της Άκρα
  • accredited στα ελληνικά - διαπιστευμένος, διαπιστευμένο, διαπιστευμένων, διαπιστευμένους, διαπιστευμένοι
Τυχαίες λέξεις
Accredit στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ