Actually στα ελληνικά

Μετάφραση: actually, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράγματι, πραγματικά
Actually στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • actuarial στα ελληνικά - αναλογιστικές, αναλογιστικά, αναλογιστικών, αναλογιστική, αναλογιστικής
  • actuarially στα ελληνικά - αναλογιστικά, αναλογιστικές μελέτες που εκπονούνται, αναλογιστικές μελέτες, αναλογιστικώς
Τυχαίες λέξεις
Actually στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράγματι, πραγματικά