Aim στα ελληνικά

Μετάφραση: aim, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοπός, βλέψη, αποβλέπω, σκοπεύω, στόχο, στόχος, σκοπό, στόχου
Aim στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ailments στα ελληνικά - παθήσεις, ασθένειες, παθήσεων, ασθενειών, παθήσεις που
  • ails στα ελληνικά - στενοχωρεί, που στενοχωρεί, βασανίζει
  • aimed στα ελληνικά - με στόχο, στοχεύουν, αποσκοπούν, στόχο, με σκοπό
Τυχαίες λέξεις
Aim στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοπός, βλέψη, αποβλέπω, σκοπεύω, στόχο, στόχος, σκοπό, στόχου