Λέξη: αρχιφύλακας

Σχετικές λέξεις: αρχιφύλακας

αρχιφύλακας πμς, αρχιφύλακασ αδαμαντία σιάφλα, αρχιφύλακας νίκος γεωργακόπουλος, αρχιφύλακας στα αγγλικά, αρχιφύλακας λιόνα μαρία, αρχιφύλακας π.σ, αραβαντινός αρχιφύλακας, αρχιφύλακας translation, αρχιφύλακας παπαλουκάς λουκάς, αρχιφύλακας english

Συνώνυμα: αρχιφύλακας

φύλακας, αρχιφύλαξ, λοχίας, κλητήρας δικαστήριου, σμηνίας, κλητήρας βουλής

Μεταφράσεις: αρχιφύλακας

αρχιφύλακας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sergeant, warden, serjeant

αρχιφύλακας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sargento, guardián, Warden, alcaide, director, guardia

αρχιφύλακας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fähnrich, feldwebel, sergeant, Aufseher, Direktor, Gefängnisdirektor, warden

αρχιφύλακας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sergent, caporal-chef, brigadier, gardien, directeur, garde, préfet, gardes

αρχιφύλακας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sergente, custode, guardiano, direttore, operaio, guardia

αρχιφύλακας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sargento, diretor, guarda, Warden, guardião, carcereiro

αρχιφύλακας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sergeant, opzichter, bewaker, directeur, warden, cipier

αρχιφύλακας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фельдфебель, сержант, начальник, Warden, надзиратель, смотритель, староста

αρχιφύλακας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppsynsmann, warden, bestyrer, fengselsdirektøren, vokteren

αρχιφύλακας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sergeant, föreståndare, vårdare, warden, fängelse, fängelsedirektören

αρχιφύλακας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alikersantti, kersantti, vartija, Warden, Vanginvartija, isäntä, vankilanjohtaja

αρχιφύλακας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Warden, Gardenen, vagten, fængselsinspektøren, opsynsmand

αρχιφύλακας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
seržant, správce, dozorce, Warden, strážce, Ředitel věznice

αρχιφύλακας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opiekun, inspektor, naczelnik, strażnik, warden

αρχιφύλακας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gondnok, Warden, börtönigazgató, gondnoka

αρχιφύλακας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
müdür, warden, bekçisi, bekçi, gardiyan

αρχιφύλακας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сержант, сержанте, начальник, начальника

αρχιφύλακας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kujdestar, anëtar i këshillit drejtues, drejtor, kujdestari, burgut i

αρχιφύλακας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сержант, надзирател, пазач, страж, управител, началник

αρχιφύλακας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
начальнік

αρχιφύλακας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seersant, liikluspatrull, Warden, eestseisja, Vangi juhataja, jahindusinspektor

αρχιφύλακας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vodnik, narednik, nadzornik, upravitelj, upravnik, upravnika, stražar

αρχιφύλακας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Warden, Þórshafnarhrepps, fangavörður, er fangavörður

αρχιφύλακας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prižiūrėtojas, viršininkas, Kalėjimo, bažnyčios seniūnas, kalėjimo viršininkas

αρχιφύλακας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kalpotājs, gubernators, Warden, priekšnieks, uzraugs

αρχιφύλακας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Шефе, управникот, Управителот, чувар, управник

αρχιφύλακας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sergent, director, Warden, gardian, Directore, Warden a

αρχιφύλακας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
seržant, upravnik, warden, nadzornik, paznik, nadzornik je

αρχιφύλακας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
seržant, správca, správcu, správcov, manažéra, prevádzkovateľa
Τυχαίες λέξεις