Λέξη: αρχιτεκτονικός
Σχετικές λέξεις: αρχιτεκτονικός
αρχιτεκτονικός διαγωνισμός 2014, αρχιτεκτονικός διαγωνισμός μελετών για το θαλάσσιο μέτωπο της παλιάς παραλίας θεσσαλονίκης, αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για μουσείο αργούς, αρχιτεκτονικός διαγωνισμός εθνικό μουσείο σύγχρονης τέχνης φιξ, αρχιτεκτονικός διαγωνισμός στο plovdiv, αρχιτεκτονικός σχεδιασμός, αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για το σεΐχ σου, αρχιτεκτονικός σχεδιασμός 4
Μεταφράσεις: αρχιτεκτονικός
αρχιτεκτονικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
architectural, architectonic
αρχιτεκτονικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arquitectónico, arquitectónica, arquitectura, de arquitectura, la arquitectura
αρχιτεκτονικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
architektonisch, architektonischen, Architektur, architektonische
αρχιτεκτονικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
architectonique, architectural, architecturale, architecture, d'architecture, l'architecture
αρχιτεκτονικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
architettonico, architettonica, architettura, architettonici, di architettura
αρχιτεκτονικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arquitetônico, arquitectónico, arquitetônica, arquitectura, arquitectónica
αρχιτεκτονικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bouwkundig, architectonische, architecturale, architecturaal, architectuur
αρχιτεκτονικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
конструктивный, архитектурный, зодческий, архитектурная, архитектурное, архитектурно, архитектурные
αρχιτεκτονικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arkitektonisk, arkitektoniske, arkitekt, arkitektur
αρχιτεκτονικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arkitektonisk, arkitektoniska, arkitektoniskt, arkitektur
αρχιτεκτονικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arkkitehtoninen, arkkitehtooni, arkkitehtonisia, arkkitehtooninen, arkkitehtonisen
αρχιτεκτονικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arkitektoniske, arkitektonisk, arkitektur, den arkitektoniske, arkitektkonkurrence
αρχιτεκτονικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
architektonický, stavitelský, architektonické, architektonic, architektonická, architektonickým
αρχιτεκτονικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
architektoniczny, architektoniczne, architektonicznych, architektonicznego, architektoniczna
αρχιτεκτονικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
építészeti, architectural, az építészeti, építészet
αρχιτεκτονικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mimari, mimarlık, bir mimari, Architectural
αρχιτεκτονικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
архітектонічний, архітектурний, конструктивний, архітектурна
αρχιτεκτονικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arkitekturor, arkitektural, arkitektonike, arkitekturore, arkitektonik
αρχιτεκτονικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
архитектурен, архитектурно, архитектурна, архитектурния, архитектурни
αρχιτεκτονικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
архітэктурны, архітэктурнае, архітэктуры
αρχιτεκτονικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arhitektuuri-, arhitektuurilise, arhitektuurse, arhitektuursed, arhitektuurne
αρχιτεκτονικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prostorni, graditeljski, arhitektonski, arhitektonsko, arhitektonsku, arhitektonska, arhitektonske
αρχιτεκτονικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
byggingarlistar, byggingar, byggingarlist, arkitektúr, arkitektastofan
αρχιτεκτονικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
architektūros, architektūrinis, architektūrinė, architektūrinio, architektūrinį
αρχιτεκτονικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
arhitektūras, Architectural, arhitektu, Arhitektoniskā, arhitektonisko
αρχιτεκτονικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
архитектонски, архитектонска, архитектурата, архитектонските, архитектонско
αρχιτεκτονικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arhitectural, arhitecturală, arhitecturale, arhitectură, arhitecturala
αρχιτεκτονικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
arhitekturna, arhitekturni, arhitekturne, arhitekturno, architectural
αρχιτεκτονικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
architektonický, architektonické, architektúry
Στατιστικά δημοτικότητας: αρχιτεκτονικός
Τυχαίες λέξεις