Λέξη: φαγούρα
Σχετικές λέξεις: φαγούρα
φαγούρα στη μύτη, φαγούρα στο λαιμό, φαγούρα στο αριστερό χέρι, φαγούρα στο δέρμα, φαγούρα στο σώμα, φαγούρα στα γεννητικά όργανα, φαγούρα στα μάτια, φαγούρα στο κεφάλι, φαγούρα στα πόδια, φαγούρα στην πλάτη
Συνώνυμα: φαγούρα
κνησμός, ψώρα, κοκκινίλα, κνησμώδη εξανθήματα, κνίδωση
Μεταφράσεις: φαγούρα
φαγούρα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
itch, itching, itchy, itchiness, tingling
φαγούρα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rascar, picazón, picar, prurito, comezón, picor, pican
φαγούρα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
juckreiz, begierde, krätze, kratzen, verlangen, jucken, Juckreiz, itch, Krätze, juckt
φαγούρα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
démangeaison, prurit, gratter, gale, démanger, démangeaisons, démangent, les démangeaisons
φαγούρα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prudere, prurito, itch, il prurito, di prurito, voglia
φαγούρα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coceira, comichão, itch, prurido, coçar
φαγούρα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kriebelen, krieuwelen, jeuken, jeuk, itch, jeuk te
φαγούρα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чесотка, зуд, зудеть, жажда, зуда, приспичило
φαγούρα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kløe, skabb, klø, itch, klør, kløen
φαγούρα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skabb, klia, klåda, kliar, itch, klådan
φαγούρα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kutina, hinku, tarve, kutka, syyhy, raapia, kutkutus, kutittaa, kutinan, kutiavat
φαγούρα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kløe, klør, kradse, kløen
φαγούρα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svědit, svědět, svrbění, svrbět, škrábat, svědění, svědí, svěděni, prašivina
φαγούρα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
świerzbić, swędzić, gryźć, swędzenie, świąd, świerzbieć, swędzieć, chęć, zaswędzić, świerzbienie, świerzb, grzybica, itch
φαγούρα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
viszketés, rühösség, viszket, viszketést, viszketni
φαγούρα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaşıntı, kaşınma, uyuz, or * apu, can atmak
φαγούρα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
свербіж, свербіння, сверблячка, шкіри, сверблячку
φαγούρα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kruarje, kruar, qerja, Kruarja, kruarje të
φαγούρα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сърбеж, сърбят, сърбежа, краста
φαγούρα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сверб, зуд
φαγούρα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sügelema, kibelema, sügelus, sügelemine, itch, sügelised
φαγούρα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svrab, šuga, svrbjeti, svrbež, svrbe, svrbeža
φαγούρα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kláði, kláða, valda kláða, kláða vegna
φαγούρα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
niežulys, niežėjimas, kniesti, noras, knietulys
φαγούρα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nieze, niezi, niezes, niez
φαγούρα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чеша, јадеж, чешаат, јадежот, чешање
φαγούρα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mâncărime, mancarime, mancarimi, senzație de mâncărime, ITCH
φαγούρα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
srbečica, srbi, itch, srbečic, srbečice
φαγούρα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
svrbenie, svrbenia, pruritus, svrbeniu
Στατιστικά δημοτικότητας: φαγούρα
Τυχαίες λέξεις