Allow στα ελληνικά

Μετάφραση: allow, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτρέπω, αφήνω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Allow στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • allotted στα ελληνικά - παραχωρηθεί, κατανέμεται, κατανεμηθεί, διανέμονται, διανεμηθούν
  • allotting στα ελληνικά - κατανέμοντας, παραχωρώντας, αλλοτροπικό, κατανέμων, ελάχιστη παρουσία
Τυχαίες λέξεις
Allow στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτρέπω, αφήνω, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει