Λέξη: βιδώνω
Σχετικές λέξεις: βιδώνω
βιδώνω αγγλικα
Συνώνυμα: βιδώνω
αποσκιρτώ, κεραυνολογώ, κοσκινίζω, ορμώ, χάφτω, στίβω, γαμώ, συνουσιάζομαι
Μεταφράσεις: βιδώνω
βιδώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
screw, bolt
βιδώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hélice, follar, joder, tornillo, atornillar, cerrojo, pestillo, perno, perno de
βιδώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefängniswärter, nummer, bulle, anschrauben, schummeln, schrauben, schraube, gefangenenwärter, polizist, Bolzen, Riegel, Schraube
βιδώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vissent, vissez, vis, vissons, tyranniser, visser, serrer, oppresser, tourner, friponner, presser, hélice, pressurer, boulon, escroquer, fouler, verrou, pêne, boulons
βιδώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vite, avvitare, bullone, bullone di, chiavistello, il bullone, catenaccio
βιδώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tela, parafuso, ferrolho, cavilha, parafuso de, bolt
βιδώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
naaien, schroeven, cipier, bout, grendel, bouten, bolt, schroef
βιδώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
винт, ввертеть, болт, ввернуть, крутить, шуруп, завинтить, привинтить, привертывать, крутиться, ввинчивать, навинтить, подвинчивать, свинтить, завинчивать, вертеться, болта, болтов, затвор, болтом
βιδώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skru, skrue, bolt, bolten
βιδώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skruv, bult, bulten
βιδώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pano, ruuvata, vanginvartija, ruuvi, petkuttaa, pultti, pultin, bolt, pulttia, pultilla
βιδώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skrue, bolt, bolten, bolte, skruen
βιδώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
utiskovat, přišroubovat, šroubek, utlačovat, šroub, kroutit, šidit, vrtule, šroubovat, stisknout, šroubu, čep, šroubů, svorník
βιδώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyśrubować, śrubowanie, wkręcić, pokrętka, dośrubować, wkręcać, śruba, śrubować, naciskać, zaśrubować, klawisz, uciskać, wkręt, stosunek, ugniatać, śmigło, rygiel, sworzeń, zasuwa, piorun
βιδώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajócsavar, facsavar, csavarás, smasszer, légcsavar, csavar, csavart, bolt, csavarját, csavarral
βιδώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vidalamak, vida, cıvata, cıvatası, civata, bolt
βιδώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вижимати, крутитися, вертіти, болт, гвинт, Болти
βιδώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bulon, rrufe në qiell, si rrufe në qiell, rrufe, rrufe në qiell të
βιδώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
винт, болт, болта, болтове, на болта
βιδώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ніт, болт
βιδώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kruvi, tuutu, riiv, välk, polt, poldi, polti
βιδώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
natjerati, raga, vijak, vijka, vijaka, svornjak, bolt
βιδώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Boltinn, bolta, Bolt, læsist, bolti
βιδώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
varžtas, varžtą, varžtais, varžtų, varžto
βιδώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bulta, skrūve, skrūves, skrūvju, skrūvi
βιδώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
болт, завртки, истрчаат, гром, завртка
βιδώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
șurub, bolț, șurubul de, bolt, de șuruburi
βιδώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vijak, bolt, vijakov, zapah, sornik
βιδώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skrutka, skrutku, skrutky, šrób
Τυχαίες λέξεις