Λέξη: παντοδύναμος

Σχετικές λέξεις: παντοδύναμος

παντοδύναμος θεός, παντοδύναμος έλεγχος

Μεταφράσεις: παντοδύναμος

παντοδύναμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
almighty, omnipotent, powerful

παντοδύναμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
omnipotente, todopoderoso, todopoderosa, poderoso, Almighty

παντοδύναμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
allmächtige, allmächtig, allmächtigen, allmächtiger, almighty

παντοδύναμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
omnipotent, tout-puissant, tout puissant, puissant

παντοδύναμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
onnipotente, dell'Onnipotente, l'Onnipotente, Almighty

παντοδύναμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
onipotente, todo poderoso, almighty, omnipotente

παντοδύναμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
almachtig, almachtige, de almachtige, Almighty, Almachtigen

παντοδύναμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ужасный, всесильный, всемогущий, жуткий, мощный, могущественный, могучий, всемогущего, всемогущ, всемогущим, всемогущая

παντοδύναμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
allmektige, allmektig, den allmektige, Almighty, allmektiges

παντοδύναμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
allsmäktig, allsmäktiga, allsmäktige, Allsmäktiges, almighty

παντοδύναμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaikkivaltias, kaikkivaltiaan, Almighty, kaikkivaltiasta

παντοδύναμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
almægtige, almægtig, den Almægtige, Almægtiges

παντοδύναμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
všemohoucí, všemocný, všemocná, na nebi, všemohoucího

παντοδύναμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wszechmocny, wszechwładny, wszechpotężny, wszechmogący, wszechmogącego, wszechmocna

παντοδύναμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mindenható, a mindenható, Almighty, Mindenhatónak, Ura

παντοδύναμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yüce, şeye kadir, her şeye kadir, her şeye gücü yeten, Allah

παντοδύναμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
могутній, всемогутній, Бог, Саваот, Всемогущий, усемогутній

παντοδύναμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i plotfuqishëm, plotfuqishëm, plotfuqishëm i, gjithëfuqishëm, gjithëpushtetshëm

παντοδύναμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
всемогъщ, Всемогъщи, всемогъщия, всемогъщата, всемогъща

παντοδύναμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
усемагутны, ўсемагутны, Бог, ўсёмагутны, нас усемагутны

παντοδύναμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõikvõimas, Almighty, kõikvõimsa, kõigeväeline

παντοδύναμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svemoguć, užasno, bob, strašan, strašno, bog, Svemogući, svemoguća, svemoćni

παντοδύναμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
almáttugur, allsherjar, Almáttki, alvaldi, Almighty

παντοδύναμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
visagalis, visagaliam, visagalė, visagalio

παντοδύναμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šausmīgi, visvarenais, visvarens, Visuvarenais, visspēcīgs

παντοδύναμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
семоќниот, семоќен, севишниот, семоќна, семоќната

παντοδύναμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atotputernic, atotputernică, atotputernicul, cel Atotputernic, Almighty a

παντοδύναμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vsemogočni, vsemogočen, vsemogočna, vsemogočnemu Bogu, vsemogo £ ni

παντοδύναμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ohromný, všemocný, všemohúci, mocný
Τυχαίες λέξεις