Λέξη: αναρριχώμαι

Σχετικές λέξεις: αναρριχώμαι

αναρριχώμαι κλίση

Συνώνυμα: αναρριχώμαι

ανεβαίνω, ανέρπω, σκαλώνω, σκαρφαλώνω, κακογράφω, μαζεύω εν βία, τσουγρανίζω, αγωνίζομαι να αποκτήσω κάτι, ανακατεύω

Μεταφράσεις: αναρριχώμαι

αναρριχώμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ascend, scramble, scrabble, climb, ascending

αναρριχώμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ascender, subir, lucha, scramble, revuelo, despegue en tiempo mínimo, pelea

αναρριχώμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Gerangel, Verschlüsselungs, Scramble, Wettlauf

αναρριχώμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
remonte, monter, gravir, escalader, ruée, bousculade, course, scramble, brouillage

αναρριχώμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corsa, scramble, scalata, affrettarmi, arrampicata

αναρριχώμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ascender, alar, atropelo, passeio, subida, corrida, precipitação

αναρριχώμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opgaan, opkomen, rijzen, opstaan, klauteren, wedloop, Scramble, gooi door elkaar, gooit door elkaar

αναρριχώμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взойти, приподняться, подняться, возвыситься, возвышаться, приподниматься, всходить, подниматься, нисходить, восходить, взбираться, сходить, возноситься, борьба, скремблирования, схватка, скремблировани

αναρριχώμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
scramble, rykke ut, rykke, kappløp, krafse

αναρριχώμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
scramble, rusning, förvrängnings, kapplöpningen, rusning för

αναρριχώμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nousta, ryntäily, sekoituskoodin, kamppailu, scramble, hajotus-

αναρριχώμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
scramble, kapløbet, kamp, kapløb, klatretur

αναρριχώμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyšlapat, stoupat, vystupovat, nastoupit, vystoupit, shon, motokros, frmol, škrábat se, drápat se

αναρριχώμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podnosić, wznosić, wstępować, wspinać, wjeżdżać, piąć, rozerwać, tarabanić, rozchwytać, rozdrapać, gramolić się

αναρριχώμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tülekedés, scramble, hajszát, kódoltakat

αναρριχώμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mücâdele, karıştırmak, tırmanış, mücâdele vermek, kapışmak

αναρριχώμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
піднятися, здійматися, підніміться, здійматись, боротьба, боротьби

αναρριχώμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përleshje, Scramble, ngjitem, rrahje, Lufta

αναρριχώμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
боричкане, надпревара, катерене, лазене, катеря се

αναρριχώμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падымаццa, барацьба, дужанне, змаганне, борьба

αναρριχώμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rüselus, Skrambleeri, scramble, kisklema

αναρριχώμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rasti, uzlijetati, jagma, tučnjava, izokrenuti, verati se, koprcanje

αναρριχώμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Scramble

αναρριχώμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
peštynės, kabarotis, grumtynės, repečkoti, korimasis

αναρριχώμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
motokross, cīņa, Scramble, ķeršana, rāpties

αναρριχώμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трка, Маратон, туркањето, тепачка

αναρριχώμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încăierare, Scramble, coate, goana, se lupta

αναρριχώμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
scramble, Izokrenuti, pehanje, Otimati, Utrka

αναρριχώμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zhon, shon, zhonu
Τυχαίες λέξεις