Apprenticeship στα ελληνικά

Μετάφραση: apprenticeship, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαθητεία
Apprenticeship στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apprenticed στα ελληνικά - μαθητευόμενο, μαθήτευσε, ως μαθητευόμενο, μαθητεύει, μαθητεύοντας
  • apprentices στα ελληνικά - μαθητευομένων, μαθητευόμενους, μαθητευόμενοι, μαθητευόμενων, μαθητευομένους
  • apprenticeships στα ελληνικά - μαθητείες, της μαθητείας, μαθητειών, των μαθητειών, τη μαθητεία
  • apprenticing στα ελληνικά - μαθητεύει
Τυχαίες λέξεις
Apprenticeship στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαθητεία