Λέξη: εμψυχώνω

Σχετικές λέξεις: εμψυχώνω

εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα

Συνώνυμα: εμψυχώνω

ζωογονώ, ενθαρρύνω, αναζωογονώ

Μεταφράσεις: εμψυχώνω

εμψυχώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
animate, reanimate

εμψυχώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
animar, reanimar, reanimar a, reanimarlo, reanimar la, reanimate

εμψυχώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beleben, reanimieren, wiederzubeleben, wiederbeleben, zu reanimieren

εμψυχώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
animer, stimuler, animons, activer, actif, ranimer, vivace, inciter, sémillant, animez, vivifier, mouvementer, dispos, aviver, susciter, vif, réanimer, raviver, réanimer des

εμψυχώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
animare, rianimare, reanimate, rianimare la, rianimarlo, rianimarsi

εμψυχώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reanimar, reanimate, reanimá, reanimar a, reavivar

εμψυχώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlevendigen, bezielen, weer bezielen, weer doen opleven, doen herleven, reanimeren, te reanimeren

εμψυχώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
живить, одушевленный, живой, оживить, одушевить, одушевлять, оживлять, реанимировать, реанимации, реанимирует, реанимация

εμψυχώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reanimate, gjenoppliver, helbrede

εμψυχώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
animera, väcka till liv

εμψυχώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
virkistää, virkistyä, tunteva, elvyttää, herättää uudelleen henkiin, reanimate

εμψυχώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
genoplive, genopliver

εμψυχώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
živý, podnítit, vzkřísit, oduševnit, oživit, povzbudit, reanimate, znovuoživení, oživil, znovu oživit

εμψυχώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wzbudzać, animować, pobudzać, ożywiać, ożywiony, żywy, reanimować, reanimate, wskrzesić, ożywić

εμψυχώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
újra életre kelt, újjáéleszteni, újraéleszteni, újraélesztése, újjáélesztéshez

εμψυχώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yeniden canlandırmak, canlandırmak, yeniden canlandırabilirsiniz, canlandırmaya, yeniden canlandırma

εμψυχώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
надихніть, оживляти, оживити, реанімувати

εμψυχώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vë në jetë, ringjall, vë në

εμψυχώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обновявам, съживява, съживяване, съживяват, реанимира

εμψυχώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэанімаваць, рэаніміраваць

εμψυχώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hingestama, animeerima, elustama, reanimeerima, taaselustada, ellu äratama, velmama

εμψυχώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oživiti, pokrenuti, reanimirati, oživjeti, reanimiraju, obodriti

εμψυχώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reanimate

εμψυχώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Reanimacija, reanimuoti, atgaivinti, Ożywiać, Reanimować

εμψυχώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atdzīvināt, reanimēt

εμψυχώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
реанимира, го реанимира

εμψυχώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reanima, reanimarea, reanimeze, reanimării, reanimat

εμψυχώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oživit, Oživiti, reanimacijo

εμψυχώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
životný, oživiť, oživenie, obnoviť
Τυχαίες λέξεις