Archaeology στα ελληνικά
Μετάφραση: archaeology, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχαιολογία, αρχαιολογίας, την αρχαιολογία, η αρχαιολογία, της αρχαιολογίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- archaeologically στα ελληνικά - αρχαιολογικά, αρχαιολογική, αρχαιολογικό, αρχαιολογικής, από αρχαιολογική
- archaeologist στα ελληνικά - αρχαιολογικός
- archaic στα ελληνικά - απαρχαιωμένος, αρχαίος
- archaism στα ελληνικά - αρχαϊσμός, αρχαϊσμό, αρχαϊσμού, τον αρχαϊσμό, έναν αρχαϊσμό
Τυχαίες λέξεις
Archaeology στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχαιολογία, αρχαιολογίας, την αρχαιολογία, η αρχαιολογία, της αρχαιολογίας
Μεταφράσεις: αρχαιολογία, αρχαιολογίας, την αρχαιολογία, η αρχαιολογία, της αρχαιολογίας