Λέξη: κλοπή

Σχετικές λέξεις: κλοπή

κλοπή χρημάτων ονειροκρίτης, κλοπή ρεύματος, κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, κλοπή κινητού, κλοπή iphone, κλοπή ευτελούς αξίας, κλοπή ονειροκρίτης, κλοπή άδειας οδήγησης, κλοπή ταυτότητας ενέργειες, κλοπή ταυτότητας

Συνώνυμα: κλοπή

παχνί, κούνια, κρεβατάκι, φάτνη, σταύλος, κλεψιά, πειρατεία, ληστεία, λογοκλοπία, αρπαγή, λαθραία, λαθραία πράξη, κλέπτων

Μεταφράσεις: κλοπή

κλοπή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
larceny, theft, stealing, thievery, robbery

κλοπή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hurto, latrocinio, robo, robo de, el robo, robos

κλοπή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beute, diebstahl, Diebstahl, Diebstahls

κλοπή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vol, larcin, fauche, le vol, vols, de vol, un vol

κλοπή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ladrocinio, furto, furti, il furto, furto di, furti di

κλοπή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
teatro, furto, roubo, roubo de, o roubo, roubos

κλοπή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontvreemding, diefstal, diefstal van, creditcardfraude, diefstal te

κλοπή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хищение, воровство, кража, похищение, увод, расхищение, покража, кражи, АБС воздушная подушка

κλοπή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tyveri, tyveriet

κλοπή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stöld, stölder, stölden

κλοπή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varkaus, varkauden, varkaudesta, lukkiutumattomat jarrut turvatyyny, varastetaan

κλοπή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tyveri, tyveriet, tyveri af, stjålet

κλοπή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
krádež, odcizení, krádeži, krádeže, krádeží

κλοπή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kradzież, złodziejstwo, kradzieży, kradzieżą, przed kradzieżą, kradzieże

κλοπή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lopás, a lopás, ellopása, lopást

κλοπή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hırsızlık, hırsızlığı, hırsız, hırsızlığa, çalınması

κλοπή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
злодійський, злодійство, крадіж, крадіжка, злодійською, злодійської, крадіжку, викрадення

κλοπή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vjedhje, vjedhja, vjedhjet, vjedhjet e, vjedhja e

κλοπή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кражба, кражби, кражба на, кражбата, кражбите

κλοπή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крадзеж, крадзёж, кража

κλοπή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vargus, varastamine, varguse, ABS pidurid turvapadi, vargusest, varguste

κλοπή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krađa, krađe, krađu, Protuprovalni, od krađe

κλοπή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þjófnaður, þjófnaði, Theft, þjófnað, stolið

κλοπή στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
furtum

κλοπή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vagystė, vagystės, vagysčių, vagystes, stop ženklas

κλοπή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zādzība, zādzību, regulējamie, zādzības, zādzībām

κλοπή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кражба, кражбата, кражба на, кражби, крадење

κλοπή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
furt, furtul, furtului, furtul de, furt de

κλοπή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kraja, tatvina, krajo, kraje, tatvine

κλοπή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krádež, krádeže, krádeži

Στατιστικά δημοτικότητας: κλοπή

Τυχαίες λέξεις