Authentic στα ελληνικά
Μετάφραση: authentic, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνήσιος, αυθεντικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autarchy στα ελληνικά - απολυταρχία, αυταρχισμό, αυταρχισμού, αυταρχισμός, ο αυταρχισμός
- autarky στα ελληνικά - αυτάρκεια, αυτάρκειας, την αυτάρκεια, της αυτάρκειας, αυτάρκειά
- authentically στα ελληνικά - αυθεντικά, αυθεντικό, αυθεντική, με αυθεντικό, αυθεντικό τρόπο
- authenticate στα ελληνικά - επικυρώνω, πιστοποιώ
Τυχαίες λέξεις
Authentic στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνήσιος, αυθεντικός
Μεταφράσεις: γνήσιος, αυθεντικός