Λέξη: καζάνι

Σχετικές λέξεις: καζάνι

καζάνι απόσταξης, καζάνι για ηλιακό, καζάνι χαλκού χειροποίητο, καζάνι ηλιακού, καζάνι μάγισσας, καζάνι ντιπι, καζάνι ηλιακού θερμοσίφωνα, καζάνι για τσίπουρο, καζάνι χάλκινο, καζάνι που βράζει

Συνώνυμα: καζάνι

λέβητας, λεκάνη, βραστήρας, χύτρα

Μεταφράσεις: καζάνι

καζάνι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cauldron, boiler, caldron, pot, the cauldron

καζάνι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caldero, caldera, pebetero, caldero de, la caldera

καζάνι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kessel, dampfkessel, erhitzer, siedekessel, kocher, großer Kessel, Kessel, großen Kessel, Hexenkessel

καζάνι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lessiveuse, chaudron, chaudière, vasque, marmite, la vasque

καζάνι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
caldaia, paiolo, calderone, pentola, pentolone

καζάνι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caldeiras, caldeira, caldeirão, cauldron, caldeirão de, pira

καζάνι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
keteldal, waterketel, kookketel, ketel, warmwaterketel, stoomketel, heksenketel, cauldron, ketel van, kookpot

καζάνι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
реторта, котёл, титан, казан, котел, куб, бойлер, кипятильник, птица, бак, овощи, котелок, котле, котлом

καζάνι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjele, gryten, gryte, kittelen, heksegryte

καζάνι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kittel, kitteln, gryta, grytan, bastugryta

καζάνι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kattila, pannu, kuumavesikattila, pata, cauldron, padassa, padan

καζάνι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
heksekedel, Cauldron, gryde, kedel, store gryde

καζάνι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kotlík, kotel, bojler, cauldron, kotli, kotlem

καζάνι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cukrownik, kotłownia, bojler, kocioł, warnik, bulier, cauldron, kociołek, znicz, kotłem

καζάνι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
üst, bogrács, bográcsban, üstöt, üstben

καζάνι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kazan, kazanı, cauldron, meşalesini, bir kazan

καζάνι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
реторта, котел, птахів, котелок, казанок, казан, бойлер, городина, овочі

καζάνι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kazan

καζάνι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
котел, казан, котле, котелно, котела

καζάνι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кацёл

καζάνι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
katel, pada, Cauldron, paja, katlas, katlasse

καζάνι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kotao, bojler, kotlić, kotlovima, Cauldron

καζάνι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ketill, pottinum

καζάνι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
katilas, Cauldron, virintuvas, jūros dugno įduba

καζάνι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
katls, liels katls

καζάνι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
казанот, казан, котел, котелот, котел се

καζάνι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
boiler, cazan, ceaun, cazanul, cauldron, un ceaun

καζάνι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kotel, cauldron, kotla, ogenj

καζάνι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bojler, kotol, vykurovací kotol, kotla
Τυχαίες λέξεις