Λέξη: ατύχημα

Σχετικές λέξεις: ατύχημα

ατύχημα ήλιος, ατύχημα αττική οδός, ατύχημα στην τουρκία, ατύχημα ελληνικό, ατύχημα σήμερα, ατύχημα ελευθέριος βενιζέλος, ατύχημα σε λούνα παρκ στο ελληνικό, ατύχημα λουνα παρκ ελληνικό, ατύχημα λούνα παρκ, ατύχημα στην κορέα, τροχαίο ατύχημα, εργατικό ατύχημα

Συνώνυμα: ατύχημα

πάθημα, δυστήχημα, δυστύχημα, τυχαίο συμβάν, θύμα, απώλεια, θάνατος, ατυχία, δυστυχία, κακοτυχία, αναποδιά

Μεταφράσεις: ατύχημα

ατύχημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mishap, accident, casualty, an accident, accidents, incident

ατύχημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
infortunio, desgracia, accidente, accidentes, accidente de, de accidentes, casualidad

ατύχημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unfall, zufall, panne, unglück, pech, havarie, malheur, unglücksfall, Unfall, Zufall, Unfalls

ατύχημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
calamité, incident, contretemps, malheur, rencontre, désastre, infortune, naufrage, avarie, mésaventure, aléa, malchance, panne, adversité, hasard, accident, accidents, un accident, accident de

ατύχημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
infortunio, accidente, incidente, disgrazia, incidenti, caso

ατύχημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acidentes, sinistro, acidente, acidente de, de acidentes, acaso

ατύχημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongeval, ongeluk, ongevallen, accident, toeval

ατύχημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
несчастье, похождение, бедствие, случай, крушение, беда, случайность, катастрофа, авария, неудача, происшествие, неожиданность, приключение, невезение, незадача, несчастный случай, несчастных случаев

ατύχημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ulykke, uhell, ulykken, et uhell, ulykkes

ατύχημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
olycka, slump, olyckshändelse, missöde, olyckan, olycksfall, olyckor, olycks

ατύχημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
onnettomuudet, tapaturma, onnettomuus, onnettomuuden, onnettomuuksien, onnettomuudessa, onnettomuudesta

ατύχημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ulykkestilfælde, ulykke, uheld, ulykken, ulykker, et uheld

ατύχημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neštěstí, nehoda, havárie, náhoda, porucha, nehodě, úraz, úrazové

ατύχημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kraksa, niepowodzenie, przypadek, nieszczęście, katastrofa, wypadek, awaria, wypadku, wypadków

ατύχημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
baleset, balesetet, balesetek, baleseti, véletlen

ατύχημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaza, talihsizlik, kazası, bir kaza, kazaları

ατύχημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ненавмисно, аварія, несподіванка, псувати, складка, случай, авария

ατύχημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aksident, aksidenti, aksidentit, rastësi, aksidenteve

ατύχημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
злополука, неудача, авария, инцидент, произшествие, катастрофа

ατύχημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аварыя

ατύχημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juhus, avarii, õnnetus, äpardus, õnnetuse, õnnetuste, õnnetusjuhtumi, õnnetust

ατύχημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
morfologija, neuspjeh, oštećenje, kvar, nesreća, nesreće, nezgoda, nezgode, slučajno

ατύχημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
slys, slysið, tilviljun, slyss, slysa

ατύχημα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
casus

ατύχημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsitikimas, avarija, nelaimingų atsitikimų, avarijų, avarijos, nuo nelaimingų atsitikimų

ατύχημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gadījums, avārija, nejaušība, nelaimes gadījums, nelaimes, nelaimes gadījumu

ατύχημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
несреќа, несреќата, незгода, несреќата се, случајно

ατύχημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nenorocire, accident, accidentelor, accident de, accidente, de accident

ατύχημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nesreča, nesreč, nezgodno, nesreči, nesrečo

ατύχημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
havárie, náhoda, smola, nehoda, nešťastie, nehody, nehodu, nehode, úrazu

Στατιστικά δημοτικότητας: ατύχημα

Τυχαίες λέξεις