Blanket στα ελληνικά

Μετάφραση: blanket, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκεπάζω, κουβέρτα, κάλυμμα, γενική, στρώμα, μανδύα
Blanket στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • blanked στα ελληνικά - κενή, σβήνει, αμαυρώνεται, απαλειφθεί, τυφλά
  • blanker στα ελληνικά - αμαύρωσης, ατμοσφαιρικά
  • blanketed στα ελληνικά - δενδρόβιου, καλυμμένο, καλυονται, σκεπάσθηκε
  • blanketing στα ελληνικά - σκεπάζοντας, καλύπτοντας, σκεπάζοντας τα, σημείο κόρου
Τυχαίες λέξεις
Blanket στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκεπάζω, κουβέρτα, κάλυμμα, γενική, στρώμα, μανδύα