Bleak στα ελληνικά

Μετάφραση: bleak, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεμοδαρμένος, γυμνός
Bleak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bleaches στα ελληνικά - λευκαντικά, λευκαντικών, τα λευκαντικά, χλωρίνες
  • bleaching στα ελληνικά - λεύκανση, λεύκανσης, λευκαντική, λευκαντικό, λευκαντικές
  • bleaker στα ελληνικά - ζοφερή, πιο θολή, πιο ζοφερή, δυσοίωνη, επιδεινούμενες
  • bleakly στα ελληνικά - ψηχράς
Τυχαίες λέξεις
Bleak στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεμοδαρμένος, γυμνός