Λέξη: άτακτος

Σχετικές λέξεις: άτακτος

άτακτοσ συνώνυμο, άτακτος και πονηρός ο μπαμπουίνος, άτακτος μαθητής, άτακτος λόγος

Συνώνυμα: άτακτος

σκληρός, ανθεκτικός, ζόρικος, σκληραγωγημένος, τραχύς, ανυπότακτος, έξαλλος, τρελός, κακός, σκανδαλιστικός, ακανόνιστος, εκτραπείς της οδού, ανώμαλος, φιλερίς, παράτυπος, σκανδαλιάρικος, ζημιάρης

Μεταφράσεις: άτακτος

άτακτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
desultory, disorderly, naughty, mischievous, straggly, irregular, unruly

άτακτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desaforado, desordenado, travieso, traviesa, malo, naughty, traviesos

άτακτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
chaotisch, neckisch, ungezogen, böse, sittenlos, ungeregelt, unartig, frech, unanständig

άτακτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
malséant, désordonné, vilain, insoumis, polisson, indiscipliné, indécent, brouillon, méchant, chaotique, tumultueux, licencieux, superficiel, indocile, coquin, coquine, cochonne

άτακτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cattivo, impertinente, giocherellona, cattivi, cattiva

άτακτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desobediente, malcriado, impertinente, impertinente do, travesso

άτακτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ondeugend, stout, ondeugende, stoute, ongehoorzaam

άτακτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
несистематический, безалаберный, испорченный, непослушный, послушный, бессистемный, несвязный, разболтанный, озорной, отрывочный, неаккуратный, расстроенный, дурной, капризный, беспорядочный, неопрятный, непослушным, непослушные, шалить

άτακτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uordentlig, slem, uskikkelig, Naughty, rampete, frekt

άτακτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stygg, Naughty, stygga, styggt, elak

άτακτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rauhaton, hajanainen, ronski, tuhma, naughty, tuhmia

άτακτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slem, uartig, fræk, frække, naughty, slemme

άτακτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nepořádný, rozháraný, rozpustilý, neslušný, chaotický, neposlušný, sprostý, neuspořádaný, zběžný, nezbedný, zlobivé, nezbedné, zlobivý, naughty

άτακτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieporządny, niegrzeczny, burzliwy, nieprzyzwoity, paskudny, przypadkowy, chaotyczny, pobieżny, bezplanowy, bezładny, nieposłuszny, zły, niegrzeczne, niegrzeczna, niegrzecznym, Naughty

άτακτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kapkodó, rakoncátlan, rendszertelen, rendzavaró, csintalan, pajkos, rossz, szemtelen, huncut

άτακτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaramaz, Naughty, yaramaz bir, yaramazlık, edepsiz

άτακτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бридкий, вередливий, пустотливий, безладний, безсистемний, зіпсований, неслухняний, неслухняна

άτακτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prapë, i keq, keq, të keq, naughty

άτακτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
палав, Naughty, непослушно, лош, непослушен

άτακτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
непаслухмяны

άτακτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üleannetu, lohakas, juhuslik, hüplik, siivutu, seosetu, ulakas, naughty, Teen, Siivutu

άτακτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neposlušan, nepristojan, nevaljao, nestašan, nepovezan, nesređen, isprekidan, zločesta, zločesti, zločest

άτακτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óþekkur, Naughty, er óþekkur, óþekkir

άτακτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išdykęs, neklaužada, Naughty, kaprizingas

άτακτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nerātns, palaidnīgs, naughty, mežonīgas, nerātni

άτακτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непослушен, палаво, немирен, непослушните, палав

άτακτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obraznic, de obraznic, naughty, obraznica

άτακτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neurejen, poreden, poredna, naughty, poredni, poredno

άτακτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nepravidelný, nevychovaný, neposlušný, povrchní, neslušný, nezbedný
Τυχαίες λέξεις