Compulsive στα ελληνικά
Μετάφραση: compulsive, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παθολογικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acquit στα ελληνικά - απαλλάσσω, αθωώνω
- aries στα ελληνικά - Κριός, Κριος, Κριό, Κριού
- capsules στα ελληνικά - κάψουλες, καψάκια, καψουλών, οι κάψουλες, κάψουλων
- caving στα ελληνικά - καθίζηση, Σπηλαιολογία, εξερεύνηση σπηλαίων, σπηλαιολογικών, Caving
Τυχαίες λέξεις
Compulsive στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παθολογικός
Μεταφράσεις: παθολογικός