Λέξη: εισβολή

Σχετικές λέξεις: εισβολή

εισβολή imdb, εισβολή κύπρος, εισβολή στην ουκρανία, εισβολή αστυνομικών σε τουαλέτες σχολείων της καβάλας, εισβολή άλφα, εισβολή στην πολωνία, εισβολή στην κριμαία, εισβολή του ιμπραήμ, εισβολή των γερμανών στην ελλάδα, εισβολή ενόπλων στην πλατεία εξαρχείων indymedia

Συνώνυμα: εισβολή

επιδρομή, κατανάλωση, εφόρμηση, επίθεση

Μεταφράσεις: εισβολή

εισβολή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
invasion, incursion, invasion of, intrusion, invading

εισβολή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
invasión, irrupción, la invasión, invasión de, invasión a, de invasión

εισβολή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einfall, invasion, eingriff, Invasion, Einmarsch, Eindringen

εισβολή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accès, bouffée, incursion, invasion, irruption, attaque, l'invasion, invasion de, envahissement

εισβολή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
violazione, invasione, dell'invasione, all'invasione, un'invasione, l'invasione

εισβολή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
invasão, invalidar, a invasão, invasão de, de invasão, invasão do

εισβολή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
invasie, inval, invasie van, de invasie, inbreuk

εισβολή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
набег, нашествие, вторжение, оккупация, вмешательство, инвазия, посягательство, вторжения, вторжением

εισβολή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
invasjon, innfall, invasjonen, invasjons

εισβολή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
invasion, invasionen, intrång, invasions

εισβολή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyökkäys, invaasio, hyökkäyksen, hyökkäystä, invaasion

εισβολή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
invasion, invasionen, krænkelse

εισβολή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nájezd, záchvat, vpád, invaze, invazi, invaze do, invazí

εισβολή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
najazd, napad, włamanie, naruszenie, wdarcie, wtargnięcie, inwazja, Invasion, inwazji, inwazję

εισβολή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
invázió, inváziót, inváziója, inváziós, megszállása

εισβολή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istila, işgali, işgal, invazyon, invazyonu

εισβολή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інваріант, вторгнення

εισβολή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushtim, Pushtimi, pushtimit, invazioni, ndërhyrje

εισβολή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инвазия, нашествие, нахлуване, инвазията, нахлуването

εισβολή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўварванне, уварванне, ўварваньне

εισβολή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
invasioon, sissetung, invasiooni, sissetungi, eraelu

εισβολή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
najezda, upad, provalom, invazija, invazije, Invasion, invaziju

εισβολή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innrás, innrásina, Invasion, Innrásin, innrásar

εισβολή στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
incursio

εισβολή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
invazija, invazijos, įsiveržimas, invaziją, antplūdis

εισβολή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
invāzija, iebrukums, invāziju, Invasion, iebrukuma

εισβολή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инвазија, инвазијата, нарушување

εισβολή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
invazie, invazia, invaziei, invazii, de invazie

εισβολή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vpád, invasion, invazija, invazije, invazijo, vdor

εισβολή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vpád, invázie, invázia, invázii, inváziu

Στατιστικά δημοτικότητας: εισβολή

Τυχαίες λέξεις