Confirm στα ελληνικά
Μετάφραση: confirm, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβεβαιώνω, διαβεβαιώνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assiduity στα ελληνικά - επιμέλεια, προσήλωση
- bisque στα ελληνικά - είδος πυκνής σούπας, σούπα, μπισκ, σούπα από
- cause στα ελληνικά - αιτία, σκοπός, προξενώ, προκαλώ, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Confirm στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβεβαιώνω, διαβεβαιώνω
Μεταφράσεις: επιβεβαιώνω, διαβεβαιώνω