Convenient στα ελληνικά

Μετάφραση: convenient, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βολικός
Convenient στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abuse στα ελληνικά - κατάχρηση, καταχρώμαι, λοιδορία, βρίζω
  • appalachians στα ελληνικά - Appalachians
  • bandage στα ελληνικά - επίδεσμος
  • bog-berry στα ελληνικά - ΤτΕ, τυρφώνες, τυρφώνων, τυρφώνες τυρφώνες, της ΤτΕ
Τυχαίες λέξεις
Convenient στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βολικός