Λέξη: αναζητητής
Μεταφράσεις: αναζητητής
αναζητητής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
seeker, searcher, aspirant, a seeker
αναζητητής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
buscador, solicitante, solicitante de, buscador de, asilo
αναζητητής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sucher, Suchende, Sucher, Such, Suchenden
αναζητητής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chercheur, demandeur, asile, seeker, demandeurs
αναζητητής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cercatore, richiedente, ricercatore, cercatore di, asilo
αναζητητής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
candidato, buscador, candidato a, investigador, requerente
αναζητητής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zoeker, seeker, de werkzoeker, werkzoeker, voor de werkzoeker
αναζητητής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
искатель, ищущий, убежища, искателем
αναζητητής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
seeker, søkende, søkeren, søkere, kandidaten
αναζητητής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
seeker, sökare, sökande, sökandes, sökaren
αναζητητής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hakija, etsijä, seeker, etsijän, etsijälle
αναζητητής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
søgende, asylansøgeren, seeker, asylansøgere, søgeren
αναζητητής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
azyl, o azyl, hledač, hledající, uchazeč o
αναζητητής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poszukiwacz, osoba ubiegająca się o, ubiegająca się o, poszukiwaczem, poszukująca
αναζητητής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
keresőknek, kereső, keresőnek, menedékkérő, vetesse
αναζητητής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arayan, arayanlar, arayanlar için, Arayıcı, seeker
αναζητητής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шукає, який шукає, що шукає, шукаючий, хто шукає
αναζητητής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kërkues, kërkuesi, kërkuesit, kërkues i, kërkuesi i
αναζητητής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
търсач, търсещо, убежище, търсещ
αναζητητής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
які шукае, шукае, хто шукае, шукалы
αναζητητής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
otsija, seeker, varjupaigataotleja, otsijale, tööotsija
αναζητητής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tražilac, tražitelj, azila, tragatelj, ovlaštenik
αναζητητής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
komist, umsækjanda, atvinnuleitandi
αναζητητής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ieškotojas, prašytojas, ieškantis, ieškantis asmuo, prašytojui
αναζητητής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
meklētājs, meklētājam, meklētāja, meklētāju, meklētāji
αναζητητής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
азил, трагач, барателот, барател, барател на
αναζητητής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
căutător, solicitant, solicitant de, azil, cautator
αναζητητής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
azil, iskalec, za azil
αναζητητής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
azyl, azylu
Τυχαίες λέξεις