Convulsive στα ελληνικά

Μετάφραση: convulsive, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπασμωδικός
Convulsive στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bemused στα ελληνικά - σαστισμένος, σαστισμένους, μπερδεμένος, σαστισμένοι, ναρκωμένη
  • caretakers στα ελληνικά - επιστάτες, θυρωρούς, φροντιστές, φροντιστών, συνοδούς
Τυχαίες λέξεις
Convulsive στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπασμωδικός