Λέξη: σύντμηση

Σχετικές λέξεις: σύντμηση

σύντμηση ορισμός, σύντμηση προθεσμίας, σύντμηση συνωνυμο, ονοματεπώνυμο σύντμηση, σύντμηση βικιλεξικο, σύντμηση λέξεων

Συνώνυμα: σύντμηση

περικοπή, συντόμευση, επιτομή, επιτομή μορφή ή έκδοση, συνεπτυγμένη μορφή ή έκδοση, σύνοψη, συντομογραφία, επίτμηση, συντομία

Μεταφράσεις: σύντμηση

σύντμηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abridgment, abbreviation, abbreviated, shortening, abbreviated as

σύντμηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abreviación, abreviatura, abreviatura del, abreviatura de, la abreviatura

σύντμηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Abkürzung, Kürzel, Kurzzeichen, Abkürzungen

σύντμηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réduction, raccourci, raccourcissement, abrégé, accourcissement, abréviation, sigle, l'abréviation, abréviations

σύντμηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbreviazione, sigla, Abbreviazione di, un'abbreviazione, abbreviazioni

σύντμηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sumario, resumo, abreviatura, abreviação, sigla, sigla do, abreviação do

σύντμηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afkorting, verkorting, de afkorting, afkortingen

σύντμηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сокращение, ограничение, аббревиатура, аббревиатурой, сокращением, аббревиатуру

σύντμηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forkortelse, forkortelsen

σύντμηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förkortning, förkortningen, en förkortning

σύντμηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lyhennelmä, lyhenne

σύντμηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forkortelse, forkortelsen

σύντμηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výtah, snížení, zkrácení, zkratka, zkratkou, zkratku, zkratky

σύντμηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ograniczenie, skrócenie, skrót, okrojenie, skrótem, skrótu, skrót od, skróty

σύντμηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rövidítés, rövidítése, rövidítést, rövidítését, rövidítéssel

σύντμηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kısaltma, kısaltması, kısaltmasıdır, kısaltmadır

σύντμηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скорочення, зменшення

σύντμηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkurtim, Shkurtesa, Shkurtesa e

σύντμηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ограничение, абревиатура, съкращение, съкращението, съкращения, абревиатурата

σύντμηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скарачэнне

σύντμηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lühend, lühendit, lühendi, lühendiga

σύντμηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skraćenica, skraćeni naziv, kratica, naziv, kratice

σύντμηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skammstöfun, skammstöfun þess

σύντμηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
santrumpa, santrumpa tos, sutrumpinimas

σύντμηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saīsinājums, abreviatūra, saīsinājumu, saīsinājuma

σύντμηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кратенката

σύντμηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
abreviere, abrevierea, prescurtarea, prescurtare

σύντμηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sneženi, okrajšava, kratica, okrajšavo, kratico, kratice

σύντμηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skratka
Τυχαίες λέξεις