Court στα ελληνικά
Μετάφραση: court, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερωτοτροπώ, αυλή, δικαστήριο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- approved στα ελληνικά - εγκεκριμένα, εγκεκριμένο, εγκριθεί, που εγκρίθηκε, ενέκρινε
- armour-plated στα ελληνικά - θωρακισμένες, θωρακισμένη, θωρακισμένα
Τυχαίες λέξεις
Court στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερωτοτροπώ, αυλή, δικαστήριο
Μεταφράσεις: ερωτοτροπώ, αυλή, δικαστήριο