Λέξη: εμπρηστής

Σχετικές λέξεις: εμπρηστής

60χρονος εμπρηστής, εμπρηστής της βαρυμπόμπης, εμπρηστής ρόδος, εμπρηστής της χίου

Μεταφράσεις: εμπρηστής

εμπρηστής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arsonist, fire bug, incendiary, an arsonist

εμπρηστής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
incendiario, pirómano, arsonist, incendiaria

εμπρηστής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brandstifter, Brandstifter, arsonist, Brandstifters, stifter

εμπρηστής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pyromane, incendiaire, arsonist, incendiaires

εμπρηστής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incendiario

εμπρηστής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incendiário, arsonist, incendiários, incendiária, pirómano

εμπρηστής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
brandstichter

εμπρηστής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поджигатель, поджигателем, поджигателя

εμπρηστής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brannstifter, brannstifteren, ildspåsetter, som brannstifter

εμπρηστής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mordbrännare, arsonist, pyromanen, mordbrännaren, pyroman

εμπρηστής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuhopolttaja, tuhopolttajan, tuhopolttajan ja

εμπρηστής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brandstifter, brandstifteren, arsonist, pyroman, ildspåsætter

εμπρηστής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žhář, žhářem, žháře

εμπρηστής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podpalacz, podpalacza, arsonist, podpalaczem, podpalacz mocą wyroku sądowego

εμπρηστής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyújtogató

εμπρηστής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kundakçı, arsonist, kundakçılık, Kundakçının

εμπρηστής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
палій, підпалювач, палія

εμπρηστής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zjarrvënës, maniak zjarresh, piroman

εμπρηστής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подпалвач

εμπρηστής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падпальшчык, падпальшчыка

εμπρηστής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
süütaja, süütajatena, keda otsib

εμπρηστής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
palikuća, piroman

εμπρηστής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
arsonist

εμπρηστής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
arsonist

εμπρηστής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
arsonist

εμπρηστής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пироман

εμπρηστής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
incendiator, piroman, incendiator a dat, incendiatorul

εμπρηστής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
požigalec, Palikuća

εμπρηστής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podpaľač, žhář
Τυχαίες λέξεις